- νταμιτζάνα
- και νταμετζάνα και δαμετζάνα, ημεγάλο γυάλινο δοχείο υγρών, κυρίως κρασιού ή λαδιού, περιτυλιγμένο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. damegiana ή γαλλ. dame-jeanne (βλ. λ. δαμετζάνα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταμετζάνα — νταμετζάνα, η και νταμιτζάνα, η (λ. βενετ.), γυάλινο δοχείο, μεγάλη γυάλινη φιάλη προστατευμένη με ψαθόπλεγμα: Φέραμε και μια νταμιτζάνα κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκοπυτίνη — ἀσκοπυτίνη, η (Α) δερμάτινο παγούρι για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πυτίνη, η «μπουκάλα, νταμιτζάνα»] … Dictionary of Greek
δαμετζάνα — και νταμιτζάνα, η δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό» … Dictionary of Greek
νταμετζάνα — η βλ. νταμιτζάνα … Dictionary of Greek
πυτίνη — και δ. γρφ. πιτύνη, η, ΝΑ 1. είδος φιάλης ή λαγηνιού που επενδύεται με πλέγμα ιτιάς ή λυγαριάς, κν. νταμιτζάνα 2. ως κύριο όν. Πυτίνη τίτλος κωμωδίας τού Κρατίνου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «... ἡ ἀμίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βυτίνα] … Dictionary of Greek
αναθολώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξαναθολώνω υγρό που είχε κατασταλάξει: Κούνησες την νταμιτζάνα κι αναθόλωσες το κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμιτζάνα — ταμιτζάνα, η και νταμιτζάνα, η (λ. ιταλ.), μεγάλο γυάλινο δοχείο τυλιγμένο με καλαθόπλεγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)